ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΙΛΩΤΙΤΙΣΣΑ
Η μοναδική εκκλησία στον ελλαδικό χώρο που χτίστηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου
Γύρω στο 1690 ξέσπασε πρωτοφανής κακοκαιρία στο νότιο κομμάτι του νησιού της Νάξου. Έντρομοι οι βοσκοί που βρίσκονταν εκεί, κατέφυγαν στις καλύβες ικετεύοντας τον Θεό να τους σώσει. Ανάμεσά τους ήταν και ο Στέφανος Ψαρράς από το Φιλώτι, ο οποίος κατείχε κτήματα και γιδοπρόβατα σε εκείνη την περιοχή. Ήταν γενναίος και επειδή γνώριζε και λίγα γράμματα, τον έλεγαν Αναγνώστη.
Την ώρα της κακοκαιρίας έριξε το βλέμμα του στη θάλασσα και παρατήρησε ένα ιστιοφόρο που διέτρεχε κίνδυνο να προσκρούσει στα βράχια. Χωρίς να χάσει χρόνο, βγήκε από την καλύβα, μάζεψε κι άλλους βοσκούς και έτρεξαν προς το μέρος που πήγαινε το πλοίο. Δεν πρόλαβαν όμως να φτάσουν και το σκάφος έπεσε στα βράχια και έσπασε σε τρία κομμάτια. Από τους 30 επιβάτες που επέβαιναν, σώθηκαν μόνο οι 10, τραυματισμένοι και μισοπεθαμένοι. Το πλοίο ήταν τούρκικο και οι επιβάτες Τούρκοι. Παρόλο που οι ναυαγοί ήταν εχθροί, οι Έλληνες βοσκοί τους περισυνέλεξαν, τους βοήθησαν, τους προσέφεραν ρούχα και τροφή και τους φρόντισαν όσο γινόταν.
Μεταξύ των ναυαγών ήταν και ο Χουσεΐν, ένα δωδεκάχρονο τουρκόπουλο που είχε τραυματιστεί περισσότερο και ήταν πολύ εξουθενωμένο και εξαντλημένο. Ο Ψαρράς περιποιήθηκε το παιδί καλύτερα από όλους. Την επόμενη μέρα οι ναυαγοί ανέκτησαν τις δυνάμεις τους και αποφάσισαν να φύγουν. Ο Ψαρράς τους οδήγησε στη Χώρα της Νάξου. Εκεί συνάντησαν τον βοεβόδα (αρχηγός του νησιού) όπου θα τους εφοδίαζε με τρόφιμα και θα τους βοηθούσε να μεταβούν στην πατρίδα τους. Εκείνοι ευχαρίστησαν για την απρόσμενη φιλοξενία και ξεκίνησαν για το ταξίδι.
Ο Ψαρράς πριν αναχωρήσουν, τους παρακάλεσε να παραμείνει το παιδί για λίγες μέρες έτσι ώστε να συνέλθει από τα βαριά τραύματα. Τους υποσχέθηκε δε, ότι μόλις γινόταν καλά θα το παρέδιδε στον βοεβόδα. Έτσι κι έγινε. Οι ναυαγοί ξεκίνησαν για το δρόμο του γυρισμού, όμως μόλις πλησίασαν το χωριό Σαγκρί (Νάξος) σφαγιάστηκαν από τους κατοίκους, γιατί τους πέρασαν για πειρατές. Οι Σαγκριώτες ζήτησαν συγγνώμη, ο βοεβόδας δεν δημιούργησε θέμα και ευτυχώς δεν ακολούθησαν αντίποινα των Τούρκων.
Ο Ψαρράς στεναχωρήθηκε πολύ όταν το έμαθε, πήρε τον μικρό Χουσεΐν και πήγανε μαζί στο Φιλώτι. Η σύζυγός του δεν είδε με καλό μάτι το Τουρκάκι, αφού το μίσος Ελλήνων-Τούρκων ήταν μεγάλο. Ο Ψαρράς προσπάθησε να τη μεταπείσει. "Κάμε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό" της έλεγε συνέχεια κι εκείνη άρχισε να συμπαθεί τον Χουσεΐν. Ο Ψαρράς είχε το παιδί πάντα μαζί του και εκείνο τον βοηθούσε σε όλες τις εργασίες, στα γιδοπρόβατα, στα χωράφια, παντού.
Το ένιωθε σαν δικό του παιδί και εκείνο τον αισθανόταν πατέρα του. Άρχισε μάλιστα να τον αποκαλεί και "πατέρα". Το ίδιο συνέβη και με τη γυναίκα του. Το παιδί μεγαλώνοντας έμαθε ελληνικά, ζήτησε να βαφτιστεί Χριστιανός αλλά και να πάει στο σχολείο μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού. Έτσι κι έγινε. Τον βάφτισαν Γιώργο, επειδή η σωτηρία του ήταν τη μέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου.
Πέρασαν 6 χρόνια και ο Γιώργος (Χουσεΐν) έγινε 18 χρονών. Αιφνιδίως μια μέρα εμφανίστηκε στο Φιλώτι ο βοεβόδας μαζί με Τούρκο απεσταλμένο από την Κωνσταντινούπολη. Ζήτησαν τον Χουσεΐν (Γιώργο), για να τον στείλουν στον πατέρα του. Ο Ψαρράς και η σύζυγός του στενοχωρήθηκαν πολύ και δεν ήθελαν να τον αποχωριστούν. Ο βοεβόδας επιχείρησε να τους προσφέρει χρήματα αλλά η γυναίκα αρνήθηκε λέγοντάς του: "εμείς θέλουμε το παιδί, δεν θέλουμε χρήματα". Τελικά με δάκρυα στα μάτια ο Γιώργος αποχαιρέτησε τους ψυχογονείς του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ψαρράς και η σύζυγός του δεν ξέχασαν ποτέ το παιδί, το οποίο το μεγάλωσαν και το αγάπησαν σαν δικό τους. Κάθε φορά που πρόφεραν το όνομά του, έβγαινε βαθύς στεναγμός από την ψυχή τους.
Το 1710 οι κάτοικοι του χωριού, αποφάσισαν να χτίσουν νέα, μεγάλη εκκλησία γιατί η παλιά ήταν μικρή και δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες τους. Στη μέση του Φιλωτίου υπήρχε ένας λαχανόκηπος, στην άκρη του οποίου υπήρχαν τα ερείπια του παλιού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εκείνο τον ναό τον είχε χτίσει ο αυτοκράτωρας Αλέξιος Κομνηνός και είχε καταστραφεί από Τούρκους πειρατές το 1544. Ο λαχανόκηπος ανήκε στον Φράγκο άρχοντα Μπαρότζι ο οποίος δεν ήθελε ούτε να τον παραχωρήσει, ούτε πουλούσε τμήμα του, ούτε να δώσει τουλάχιστον το μέρος με τα ερείπια του παλαιού ναού.
Μια μέρα ο Ψαρράς, μαζί με άλλους προκρίτους, μπήκαν στο χώρο παράνομα και άρχισαν να ανοίγουν θεμέλια για τον ναό. Ο Μπαρότζι προσέφυγε στον Γάλλο πρόξενο της Νάξου, εκείνος με τη σειρά του ενημέρωσε την Γάλλο πρέσβη στη Κωνσταντινούπολη και η Υψηλή Πύλη απαίτησε την τιμωρία των Φιλωτιτών και κυρίως του Ψαρρά.
Ο βοεβόδας συνέλαβε τον Ψαρρά και τον έστειλε σιδηροδέσμιο στην Πόλη για να δικασθεί. Όταν συνελήφθη, όλο το χωριό έκλαψε γιατί ήταν βέβαιο ότι θα τον αποκεφάλιζαν. Φυλακίσθηκε 2 μήνες και παρά τις απάνθρωπες συνθήκες και τα βασανιστήρια, άντεξε και οδηγήθηκε στο δικαστήριο για να δικαστεί. Εκεί παρίστατο και ο Μπαρότζι με τους Γάλλους πρεσβευτές.
Ξεκινώντας τη δίκη, ο δικαστής άνοιξε τη δικογραφία και ανάγνωσε το όνομα του κατηγορούμενου. Αναγνώστης Στέφανος Ψαρράς. Έκπληκτος, κοίταξε στο εδώλιο και είδε τον ψυχοπατέρα του από το Φιλώτι, τον σωτήρα του από το ναυάγιο στο νησί της Νάξου. Ήταν ο Γιώργος (Χουσεΐν), το Τουρκάκι. Είχε μεγαλώσει και είχε γίνει δικαστής. Τον έπιασε συγκίνηση. Διέταξε να λύσουν τον γέροντα και κάλεσε τον Μπαρότζι να αναπτύξει την κατηγορία. Όσο ανέλυε την κατηγορία , εκείνος αναπολούσε όλες εκείνες τις στιγμές που έζησε μαζί με τον ψυχοπατέρα του, την ψυχομητέρα του, τα άλλα παιδιά του Φιλωτίου, ακόμη και τα γιδοπρόβατα.
Μόλις τελείωσε ο Μπαρότζι, ο δικαστής που συνήθως έλεγε: "ένοχος" και "καταδικάζεται σε θάνατο" είπε: "Εν ονόματι του Σουλτάνου Αχμέτη του Γ' (Σελίμ) κηρύσσω αθώο τον κατηγορούμενο και παίρνω απόφαση να τελειώσει την εκκλησία του χωριού χωρίς να τον εμποδίσει κανείς!". Ο Μπαρότζι και οι πρέσβεις αποχώρησαν ενοχλημένοι. Ο γέρος Ψαρράς γεμάτος έκπληξη, απορία και χαρά δεν κατάλαβε γιατί συνέβη αυτό, μέχρι που τον πλησίασε ο δικαστής λέγοντάς του: "κάμε το καλό και ρίχ' το στο γιαλό". "Πατέρα, δε με γνωρίζεις; Είμαι ο Γιώργης, το ψυχοπαίδι σου".
Ευθύς αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να κλαίνε από χαρά και από συγκίνηση. Ο Χουσεΐν Μπέης φιλοξένησε τον Ψαρρά για ένα μήνα στο ανάκτορό του. Πριν αναχωρήσει για τη Νάξο, του έδωσε 2 κασέλες γεμάτες δώρα, μια σακούλα φλουριά, μια κουμπούρα (όπλο) και ένα σουλτάνικο φιρμάνι για να μην τον πείραζε κανείς.
"Πατέρα" του είπε, "με τα φλουριά να χτίσεις την εκκλησία με ένα μεγάλο καμπαναριό! Με το φιρμάνι πάρε όσο τόπο θέλεις. Όταν βγεις στη Χώρα της Νάξου ρίχνε κουμπουριές (πιστολιές) για πείσμα των Φράγκων και αν πάει να σε πειράξει Τούρκος, δείξε το φιρμάνι!". Του νοίκιασε ένα μεγάλο καΐκι και τον αποχαιρέτησε.
Όταν ο Ψαρράς έφτασε στη Νάξο, βγήκε καλοντυμένος στο λιμάνι και με την κουμπούρα στη μέση. Μόλις τον αντιλήφθηκε ο βοεβόδας, πήρε μαζί του άλλους δύο Τούρκους και τον πλησίασαν για να του ζητήσουν φόρο για τα πράγματα που έφερε αλλά και για να του πάρουν την κουμπούρα. Ο Ψαρράς τους έδειξε το φιρμάνι και εκείνοι αμέσως προσκύνησαν. Οι συγχωριανοί του Φιλωτίτες, του επεφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή, με τσαμπούνες και τραγούδια.
Την επόμενη μέρα ο Ψαρράς κατέσχεσε ολόκληρο τον λαχανόκηπο του Μπαρότζι και το κύρηξε κτήμα της Εκκλησίας. Με τα χρήματα του Χουσεΐν Μπέη κατασκευάστηκε ο τόσο όμορφος ναός της Παναγίας της Φιλωτίτισσας και το υπέροχο καμπαναριό της. Ο ναός εγκαινιάστηκε στις 15 Αυγούστου 1718.
Εις ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Στέφανο Ψαρρά, οι συμπατριώτες του, εντοίχισαν στο καμπαναριό μια μαρμάρινη πλάκα που γράφει "Κάμε το καλό και ρίχ' το στο γιαλό". Αυτή η μαρμάρινη πλάκα υπάρχει μέχρι σήμερα.
Πηγή: Παναγιώτα Κωνσταντοπούλου
Δωρῆ, Ἡ πωλυώνυμη Δέσποινα,
Τόμος Β´, §69, σελ. 250-255,
Ἀθήνα 2001
Επιμέλεια: Μυλωνάς Φώτης
25-6-2018
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου