.........

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ "ΠΕΝΤΕ ΚΡΑΥΓΕΣ"

Δημαρχείο Νίκαιας

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018




ΠΕΝΤΕ ΚΡΑΥΓΕΣ

Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα.
Ο μέθυσος πατέρας αδυνατεί να τιθασεύσει το πάθος του για το ποτό. Αμύνεται με το ιδιαίτερο χιούμορ και την αχαλίνωτη φαντασία και γίνεται μια κωμικοτραγική φιγούρα. Όταν σε μια οικογένεια ένας είναι άρρωστος, νοσούν όλοι. Τα πέντε μέλη της παρασύρονται σε μια καταστροφική δίνη, καθένα κουβαλά τον δικό του βαρύ σταυρό. Η αγάπη αποδεικνύεται ανεπαρκής να νικήσει την εξάρτηση, το ποτό, τα ναρκωτικά. Οι πρωταγωνιστές ξετυλίγουν την ιστορία και εκφράζουν την αλήθεια τους με κραυγές. Πέντε μέλη, πέντε κραυγές. Όταν όλα πια βυθίζονται και πιάνουν πάτο, η ελπίδα αρχίζει να χαμογελά ξανά.
Το μυθιστόρημα «Πέντε κραυγές» έλαβε Έπαινο στον 36ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών



Παρακάτω παρατίθενται τα αποσπάσματα που αναγνώστηκαν από την συγγραφέα Μαριαλένα Δισακιά και τον εκπαιδευτικό Μυλωνά Φώτη.



ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΦΩΤΗΣ ΜΥΛΩΝΑΣ

Μηνάς Πετροπουλίδης – πατέρας, αλκοολικός


Πριν από τρεις ημέρες ξεφούρνισα στα φιλαράκια στο ουζερί μια ωραία ιστορία. Τους έλεγα πως την προηγούμενη βδομάδα η γυναίκα μου είχε μαγειρέψει κολοκυθοκεφτέδες και επειδή μου αρέσουν πολύ, έφαγα καμιά δεκαπενταριά. Την ώρα που ερχόμουν στο ουζερί ένιωσα να έχει κολλήσει στο δόντι μου λίγο φαγητό. Έφτυσα στο χώμα. Την άλλη μέρα είδα πως εκεί που είχα φτύσει την προηγούμενη είχε φυτρώσει μια κολοκυθιά. Θα υπήρχε, φαίνεται, κανένα σποράκι κολοκυθιού στην μπουκιά που έφτυσα, ποτίστηκε και με το σάλιο μου και φύτρωσε. Οι φίλοι με αποπήραν γιατί, λέει, τα μαγειρεμένα κολοκύθια δε φυτρώνουν. Δεν ξέρω σίγουρα αν τα άλλα μαγειρεμένα λαχανικά φυτρώνουν, το δικό μου πάντως σποράκι φύτρωσε και βγήκε μια κολοκυθιά καταπράσινη και ζωντανή. Τις επόμενες ημέρες έβλεπα το φυτό μου να μεγαλώνει… και να μεγαλώνει… και να μεγαλώνει… Σερνόταν πάνω στις πλάκες του σοκακιού σαν φίδι. Ένα απομεσήμερο είδα πως είχε δέσει πάνω στον βλαστό του ένα κολοκύθι, που φούσκωνε πολύ γρήγορα. Μέσα σε δυο μέρες το κολοκύθι έγινε τόσο μεγάλο, που έφραξε τον δρόμο, απ’ άκρη σ’ άκρη, και σήμερα δε χωρούσα πια να περάσω να έρθω στο ουζερί. Σκέφτηκα πως θα ήταν κρίμα να χάσω το ποτό για ένα τέτοιο εμπόδιο. Έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει για να βρω μια λύση. Αν είχα ένα εργαλείο, κάτι θα κατάφερνα. Ψάχτηκα καλά. Μέσα στην αριστερή τσέπη του παντελονιού μου ανακάλυψα έναν κασμά κι ένα φτυάρι. Μάλιστα, έναν κασμά κι ένα φτυάρι, σε κανονικό μέγεθος! Δεν ξέρω ποιος τα είχε κρύψει εκεί, μα ήταν ό,τι χρειαζόμουν εκείνη την ώρα. Με τον κασμά άρχισα να σκάβω και να κουφώνω το κολοκύθι και με το φτυάρι να αδειάζω το περιεχόμενό του. Σκάβοντας με πείσμα, άνοιξα μέσα στο κολοκύθι ένα τούνελ μακρύ και σκοτεινό. Σκάλιζα και προχωρούσα. Προχωρούσα και σκάλιζα. Σε λίγο η στοά μου είχε μήκος τριάντα πέντε μέτρα. Για να την ανοίξω, έβγαλα με το φτυάρι μου πάνω από διακόσια κιλά κολοκυθόψιχα. Κάποια στιγμή είδα ένα αμυδρό φως στο βάθος του τούνελ μου. Κατάλαβα πως σώνονταν τα βάσανά μου. Μάζεψα τις δυνάμεις μου, έδωσα ένα δυνατό χτύπημα με τον κασμά και ξεκούφωσα για τα καλά το κολοκύθι. Μετά ήρθα βιαστικά στο ουζερί, γιατί είχα χασομερήσει πολύ. Και να, βρέθηκα εδώ να πίνω και να κουβεντιάζω με τους φίλους μου.


ΔΙΑΒΑΖΕΙ Η ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ
Γιώργης Πετροπουλίδης – μεσαίος γιος, ναρκομανής


Να πάνε στον διάβολο όλοι τους. Ειδικά ο γέρος μου. Θέλει, λέει, να με συμβουλέψει. Ποιος; Εκείνος που με έφερε σε αυτή την κατάσταση. Εκείνος δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του. Θα ελέγξει εμένα; Δεν μπορεί να κόψει τόσα χρόνια το ποτό και θα με αναγκάσει να κόψω εγώ το τσιγαριλίκι; Να πάει στον διάβολο. Έτσι του είπα.
Τον ενοχλούν οι παρέες μου. Λέει πως με παρασύρουν στα ναρκωτικά οι φίλοι μου. Τους θεωρεί αλήτες. Αυτό λέγεται μετάθεση ευθυνών. Ο ίδιος με έριξε στα ναρκωτικά. Απλά οι φίλοι μου με βοηθούν να βρω το χόρτο.
Κι εκείνους δηλαδή ποιος τους παρασέρνει; Λίγο πολύ ο γέρος μου λέει πως για τα ναρκωτικά φταίμε εμείς οι χασικλήδες, γιατί ο ένας τάχα παρασέρνει τον άλλο. Εγώ, όσους κάνουν τσιγαριλίκι στα Τρίκαλα, τους ξέρω καλά, έναν προς έναν. Μπορώ να πω ποιος φταίει για τον καθένα τους. Τον Μάνθο τον αύτωσε ο θείος του όταν ήταν οχτώ χρονών, του Νίκου η μάνα κερατώνει τον άντρα της με τον καθένα, του Στράτου ο πατέρας γουστάρει ανήλικα στο κρεβάτι του και «ψαρεύει» αγοράκια και κοριτσάκια έξω από σχολεία και παιδικές χαρές, ο δικός μου γέρος είναι αλκοολικός και πέφτει όπου βρει τύφλα στο μεθύσι. Η Μαρία μόνο είναι από πλούσια οικογένεια. Χρήματα έχει πολλά. Η αγάπη της λείπει. Οι γονείς της δεν έχουν να της δώσουν αγάπη ούτε ξέρουν σε τι χρησιμεύει. Γι’ αυτό έπεσε στα ναρκωτικά. Αυτή μας τσοντάρει όλους και αγοράζουμε το χόρτο. Αν περίμενα από τον γέρο μου, θα πέθαινα από την έλλειψη. Όσοι κατηγορούν τους χασικλήδες και ψάχνουν τους ενόχους, δεν έχουν παρά να σταθούν μπροστά σε έναν καθρέφτη και να κοιταχτούν καλά. Μέσα στο κρύο τζάμι θα δουν τους φταίχτες.


ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΦΩΤΗΣ ΜΥΛΩΝΑΣ
Μηνάς Πετροπουλίδης – πατέρας, αλκοολικός


Χθες, Παρασκευή απόγευμα, με έφεραν σηκωτό στο σπίτι. Με βρήκε το ίδιο το παιδί μου, το πιο ευαίσθητο, ο Γιώργης μου. Ήμουν, λέει, τύφλα στο μεθύσι, λιπόθυμος δίπλα στο ποτάμι. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς βρέθηκα εκεί. Ξεκίνησα από το ουζερί για το σπίτι μου… μα δεν έφτασα. Τι δουλειά είχα στο ποτάμι; Είναι τελείως έξω απ’ τον δρόμο μου. Όταν μεθώ, καμιά φορά δεν ξέρω τι κάνω, δεν ξέρω πού πάω. Πίνω πολύ τελευταία. Χάνω συχνά τον έλεγχό μου. Μαζί χάνω και την αξιοπρέπειά μου. Ντρέπομαι πια για μένα. Λυπάμαι και τους ανθρώπους μου. Χωρίς να φταίνε, κουβαλούν κι εκείνοι τον δικό μου σταυρό.


ΔΙΑΒΑΖΕΙ Η ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ
Ματίνα Πετροπουλίδη - μητέρα


Δε θέλαμε να ξεσπιτωθούμε από τα Τρίκαλα. Η ανάγκη μας έφερε εδώ. Η ανάγκη και η ελπίδα. Πιστέψαμε πως αν αλλάζαμε τόπο κατοικίας, θα αλλάζαμε και ζωή. Μα τι είναι η ζωή να την αλλάξουμε; Ρούχο είναι, να το πετάξουμε από πάνω μας και να φορέσουμε άλλο; Τη ζωή μας την κουβαλάμε μαζί μας όπου πάμε. Το ήξερα, μα δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Στον άνθρωπο αρέσει να ελπίζει. Χωρίς ελπίδα η ζωή μας θα ήταν ένα σωστό βασανιστήριο.
Ήρθαμε στην Αττική για να ξεκόψει ο Γιώργης από τα χασίσια και από τους αλήτες που του τα προμήθευαν. Μα πού! Εδώ τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Μια βδομάδα ήταν αρκετή να δικτυωθεί και να γνωρίσει όλα τα βαποράκια της πόλης. Μα γιατί η αστυνομία δεν κάνει κάτι, να συλλάβει όλους αυτούς τους εμπόρους να σωθούν τα παιδιά του κόσμου; Μέρα με τη μέρα η κατάσταση χειροτερεύει. Τώρα ο Γιώργης πέρασε και στα βαριά ναρκωτικά, στις σύριγγες και στα χάπια. Τα χέρια του είναι κατατρυπημένα. Ντύνεται πια, ακόμα και τα καλοκαίρια, με μακρυμάνικες μπλούζες και πουκάμισα για να μη φαίνονται οι πληγές στα μπράτσα του. Συχνά φέρνει ένα σωρό αλήτες και ναρκομανείς στον κήπο μας και τρυπούν τα σώματά τους πίσω από τα δέντρα.
Φύγαμε απ’ τα Τρίκαλα και ήρθαμε εδώ και για τον Μηνά, για να κόψει το αλκοολίκι. Έπρεπε να μπει σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Δεν ήθελε. Εγώ τον ανάγκασα. Για λίγο καιρό έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να κόψει την κακιά συνήθεια. Μα κουράστηκε γρήγορα. Άρχισε να πίνει στα κρυφά. Εμένα με ξεγέλασε –μια ζωή αγαθή ήμουν–, όχι όμως τους γιατρούς του. Εκείνοι με ειδοποίησαν να τον παρακολουθώ γιατί κατάλαβαν πως έπινε στα κρυφά. Πρόσεξα πως έμπαινε συχνά στην τουαλέτα. Έψαξα. Είχε κρύψει ένα μπουκάλι με ουίσκι πίσω απ’ το πλυντήριο. Το βρήκα σχεδόν άδειο. Καβγαδίσαμε γερά. Άρχισε να κλαίει. Τελευταία έχει γίνει πολύ ευαίσθητος και κλαίει συχνά. Μου φώναξε πως δεν μπορεί να κόψει το ποτό. Είπε πως δεν του αρέσει να κοροϊδεύει ούτε τους γιατρούς του ούτε εμένα. Μου δήλωσε πως θα συνεχίσει να πίνει στα φανερά. Μετά από αυτό το περιστατικό δεν ξαναπήγε στο κέντρο απεξάρτησης.


ΔΙΑΒΑΖΕΙ Η ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ
Γιώργης Πετροπουλίδης – μεσαίος γιος, ναρκομανής


Με πήραν, σχεδόν με το ζόρι, να δω κι εγώ το μωρό του Κώστα. Σιγά το μωρό. Μικρό σαν γατάκι ήταν, ένα τοσοδά σκατό, με κλειστά μάτια και μύξες στα μάγουλα. «Τι όμορφο που είναι!» έλεγαν όλοι θαυμάζοντας. Υποκριτές! Πού την είδαν την ομορφιά; Ενάμισι κιλό μελανιασμένο κρέας μου φάνηκε εμένα. Όλο έκλαιγε. Δεν ήθελα να το ακούω ούτε να το βλέπω. Αγχώθηκα. Έκλεισα τα αφτιά μου και βγήκα στον προθάλαμο. Εκεί άκουσα άλλα μωρά να κλαίνε. Ολόκληρη συναυλία. Τα κλάματα έρχονταν από έναν θάλαμο, πίσω από μια κλειστή πόρτα, που είχε ένα τζαμένιο παράθυρο. Πλησίασα και κοίταξα μέσα. Ήταν καμιά εικοσαριά μωρά, ξαπλωμένα σε κάτι μινιατούρες κρεβάτια, και έκλαιγαν όλα μαζί. Με έπιασε απελπισία. Δεν μπορούσα να τα ακούω άλλο. Είπα στη μάνα μου και στον πατέρα μου ότι θα τους περιμένω έξω απ’ το μαιευτήριο για να φύγουμε. Βγήκα να πάρω αέρα γιατί πνιγόμουν. Δεν καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να περάσω όλη αυτή την ταλαιπωρία.
Η μάνα ήταν εκείνη που επέμενε να έρθω μαζί τους. Είχα, λέει, υποχρέωση να πάω να δω το ανιψάκι μου. Εμένα δε με ενδιαφέρει να δω κανένα ανιψάκι. Τελευταία δε με νοιάζει τίποτα από όσα ενδιαφέρουν τους άλλους. Όλο με κάτι ανοησίες ασχολούνται όλοι. Εγώ μόνο όταν ζαρώνω πίσω από τον κορμό της μουσμουλιάς του κήπου μας και καρφώνω την ένεση νιώθω όμορφα. Όλα τα άλλα μού φαίνονται ανούσια. Η μάνα μού είπε πως με πήραν μαζί τους, σαν ψυχοθεραπεία, για να ξεδώσει ο νους μου και να δω κάτι όμορφο, μήπως και το πάρω απόφαση να κόψω επιτέλους τα ναρκωτικά. Εγώ όμως δεν είδα τίποτα όμορφο εκεί μέσα. Άκου τι σκέφτηκε… Πως αν δω ένα όμορφο μωρό, θα σκεφτώ πως η ζωή είναι πολύτιμη και θα κόψω την ηρωίνη. Είναι νυχτωμένη. Μερικοί σκαρφίζονται κάτι ανόητες παιδαγωγικές πρακτικές…


ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΦΩΤΗΣ ΜΥΛΩΝΑΣ
Κώστας Πετροπουλίδης - πρωτογιός, αστυνομικός


Το πρωί της Δευτέρας μπήκα με κομμένα πόδια στο γραφείο του διοικητή μου. Μου ζήτησε να καθίσω. Έσπρωξε μπροστά μου μια σελίδα χαρτί και έναν στυλό. «Ό,τι συμφωνήσουμε εδώ, οι δυο μας, θα τα υπογράψουμε» μου είπε. Σίγουρα διάβασε τον τρόμο στα μάτια μου. Ίσως γι’ αυτό φόρεσε ένα σχεδόν πατρικό ύφος. «Πες μου τι αποφάσισες, παιδί μου!». Καθυστέρησα να απαντήσω. «Δεν έχεις φωνή;». «Εντάξει!» είπα μόνο. «Εντάξει… τι;». Ένιωσα το κεφάλι μου να γυρίζει. «Ας γίνει το σωστό!» του είπα. Χαμογέλασε. «Ήξερα πως είσαι λεβέντης. Γράφε!». Με το βλέμμα του μου έδειξε το χαρτί. «Δε φτάνει ο λόγος μου;» ρώτησα. «Όχι πια λόγια!» είπε αυστηρά. Έπιασα τον στυλό. Μου γλιστρούσε. Τα χέρια μου είχαν μουσκέψει από ιδρώτα. «Τι περιμένεις;» με ρώτησε. «Δεν ξέρω πώς να το συντάξω» δικαιολογήθηκα. «Τι δεν ξέρεις; Δε σου ζήτησα να γράψεις κανένα μυθιστόρημα. Γράψε πως στον κήπο σου γίνεται κάθε βράδυ χρήση ναρκωτικών, ότι συχνάζουν εκεί πρεζόνια και διακινητές, ότι ο αδερφός σου ο Γιώργης τους μαζεύει και πως έχει ο ίδιος ενεργή συμμετοχή σε όλα αυτά. Στο τέλος γράψε πως εσύ επιθυμείς η αστυνομία να παρέμβει για να διαφυλάξει την υπόληψή σου».
Δεν ξέρω με τι μυαλό συνέταξα και με τι χέρια έγραψα την καταγγελία που έκαιγε τον αδερφό μου. Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη και υπέγραψα το χαρτί.


ΔΙΑΒΑΖΕΙ Η ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ
Γιώργης Πετροπουλίδης – μεσαίος γιος, ναρκομανής


Φτου, ξελευθερία! Βγαίνω λοιπόν. Από ώρα σε ώρα ο φύλακας θα με οδηγήσει στην πύλη.
Πρωί πρωί με κάλεσε στο γραφείο του ο διοικητής. Έφτασα εκεί υποβασταζόμενος από τον φρουρό. Μου είπε πως τώρα που αποφυλακίζομαι μπορώ να φτιάξω απ’ την αρχή τη ζωή μου. Σκατά στα μούτρα του! Έτσι που μου την κουρέλιασαν όλοι τους, εκεί έξω κι εδώ μέσα, δε μου έμεινε ζωή για να την ξαναφτιάξω. Μου είπε ακόμα πως είμαι τυχερός που βρέθηκα στον δικό του τομέα, γιατί θα βγω από εδώ καθαρός από εξαρτήσεις και με την πιστοποίηση του σωφρονιστικού συστήματος. Παριστάνει πως δεν ξέρει πως μέσα στο «μπουρδέλο του» κυκλοφορούν περισσότερα ναρκωτικά απ’ ό,τι έξω. Πώς να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, ρε καραγκιόζη; Με κοροϊδεύεις; Δεν ξέρεις ότι η υγεία μου έχει πάρει την κάτω βόλτα; Τους τελευταίους μήνες τρεις φορές με πήγαν στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Φτύνω συνέχεια αίμα. Δε μου είπαν τι έχω, μα ξέρω ότι δε θα γίνω ποτέ καλά. Ο διοικητής μου παριστάνει τον παλαβό και λέει πως τάχα θα ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Αφού έπλεξε τον ύμνο της φυλακής, ιδίως της πτέρυγάς του, με ρώτησε αν έχω να του πω κάτι. Περιμένει να τον ευχαριστήσω κιόλας για την όμορφη διαβίωση που μου πρόσφερε εντελώς δωρεάν. Πήγα κάτι να πω, αλλά ένας κόμπος είχε σταθεί στον λαιμό μου και οι λέξεις δε βγήκαν από το στόμα μου. Μόνο του φώναξα πνιχτά ένα “άντε γαμήσου, ρε καραγκιόζη”. Έκανε πως δε με άκουσε. Μα είχε γίνει κατακόκκινος. Πρόσταξε τον φρουρό, που περίμενε έξω απ’ την πόρτα του γραφείου του, να με οδηγήσει πίσω στο κελί μου για να ετοιμάσω τα πράγματά μου.




ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΦΩΤΗΣ ΜΥΛΩΝΑΣ
Κώστας Πετροπουλίδης - πρωτογιός, αστυνομικός


Δίκαια η τιμωρία μου. Ο Θεός τελικά δεν ξεχνά. Γράφει σε ένα κιτάπι τις αμαρτίες μας και όταν κρίνει πως ήρθε η κατάλληλη ώρα, μας στέλνει σε ένα ταμείο για να πληρώσουμε. Αυτή είναι η δική μου τιμωρία, η δική μου πληρωμή. Για την προδοσία του αδερφού μου δε θα μπορούσα να μείνω ατιμώρητος. Ο ίδιος ο Θεός με έστειλε πίσω από εκείνο το φορτηγό. Δευτερόλεπτα πριν το ατύχημα μού φάνηκε πως άνοιξε ο ουρανός και έβγαλε ο Γιώργης μας το χέρι του ανάμεσα απ’ τα σύννεφα. Είχε ένα μακρύ και απειλητικό δάχτυλο. Με αυτό με έδειξε. Την ίδια στιγμή άκουσα τη φωνή του. «Προδότη!» μου φώναξε. Εγώ σταμάτησα να κοιτώ τον δρόμο, κι ας οδηγούσα. Κοιτούσα μόνο ψηλά, ψελλίζοντας κάποιες δικαιολογίες στον αδερφό μου, πως τάχα δεν είχα φανταστεί, δεν ήξερα, δεν περίμενα πως θα μου πέθαινε. Τότε ύψωσε τη φωνή του, πίσω από τα σύννεφα, και μου φώναξε με όλη του την οργή «ψεύτη, υποκριτή». Μια δυνατή βροντή ακούστηκε και μια αστραπή αυλάκωσε τον ουρανό. Έκλεισα τα μάτια μου τρομαγμένος. Σανίδωσα το γκάζι στη μηχανή μου. Τότε ένιωσα δυνατό πόνο σε όλο μου το σώμα. Τα μάτια μου όμως δεν τα έκλεισα. Είδα από πάνω μου να τρέχουν ανήσυχοι κάποιοι γιατροί. Από τότε είμαι ακίνητος και άλαλος. Στην αρχή τρόμαξα. Αυτό πια δε με στενοχωρεί. Λέω πως είναι η τιμωρία μου για το έγκλημα, που σκότωσα τον αδερφό μου. Και λέω στον εαυτό μου πως αυτή την τιμωρία πρέπει να τη δεχτώ αγόγγυστα, σαν λύτρωση, σαν κάθαρση.



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


Ο συγγραφέας Βασίλης Γεργατσούλης


Η συγγραφέας Μαριαλένα Δισακιά , ο Βασίλης Γεργατσούλης και ο υποψήφιος διδάκτωρ Δημήτρης Προύσαλης

































ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

by click4money

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου