.........

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Μετά την αποτυχία των Ιταλών να καταλάβουν την Ελλάδα το 1941 με την μεγάλη ιταλική εαρινή επίθεση που ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου, η χώρα μας δέχθηκε την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας. Επίσημη δικαιολογία ήταν ότι υπήρχαν βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη Γερμανία που ετοιμαζόταν για την επίθεση στην ΕΣΣΔ με την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα». Όλα αυτά υπαγορεύτηκαν από το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» δηλαδή το σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας μεταξύ Ιταλών και Γερμανών που ίσχυε από το 1939 και όριζε στο άρθρο 3 ότι ο ένας θα έπρεπε να υποστηρίζει τον άλλο στην περίπτωση που εμπλέκονταν σε πόλεμο.

Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα εκτελέστηκε με δύο επιχειρήσεις, την επιχείρηση «Μαρίτα» που έγινε στην ηπειρωτική Ελλάδα και την επιχείρηση «Ερμής» που αφορούσε την αεραπόβαση και κατάληψη της Κρήτης και που είναι περισσότερο γνωστή ως Μάχη της Κρήτης. Η γερμανική επίθεση θεωρείται τμήμα των ευρύτερων πολεμικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και ειδικότερα της βαλκανικής εκστρατείας και προηγούμενο της βουλγαρικής εισβολής και της τριπλής κατοχής που ακολούθησε.

Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941 στις 5:15 το πρωί με επίθεση στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας. Στην επίθεση συμμετείχαν δύο γερμανικά στρώματα στρατού που ήρθαν στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Η ώρα της επίθεσης είναι σημαντική, γιατί έγινε 45 λεπτά πριν την ώρα που είχε ανακοινωθεί με επιστολή που είχε δοθεί νωρίτερα στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, πρίγκηπα Έρμπαχ. Επιδίδοντας το τελεσίγραφο, ο Έμπαχ τόνισε στον Κορυζή ότι ο πόλεμος δεν στρεφόταν κατά της Ελλάδας, αλλά κατά της Αγγλίας, που είχε σπεύσει για βοήθεια της χώρας μας. Ο Κορυζής είπε το δεύτερο ΟΧΙ απέναντι στους Γερμανούς αυτή τη φορά.
















Το σχέδιο Μαρίτα δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία, τις μόνες χώρες των Βαλκανίων, που δεν είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα. Τον διμέτωπο αγώνα κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας ανέλαβε η γερμανική 12η στρατιά, υπό τον στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ, ο οποίος είχε στη διάθεσή του 680.000 άνδρες, 1.200 τανκς και 700 αεροπλάνα. Η χώρα μας παρέταξε 70.000 άνδρες στα οχυρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων με επικεφαλής τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, καθώς ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού μαχόταν τους Ιταλούς στην Αλβανία.

Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στο μέτωπο των ελληνοβουλγαρικών συνόρων κατά μήκος της λεγόμενης Γραμμής Μεταξά στην Ανατολική Μακεδονία και στα μεμονωμένα οχυρά του Εχίνου και της Νυμφαίας στη Θράκη. Μεγάλο θαυμασμό και έκπληξη είχαν προκαλέσει στους Γερμανούς επιδρομείς η κατασκευή των οχυρών, οι κρυφές έξοδοι, χωρίς ομοιότητα σε άλλη οχύρωση, το σχετικά χαμηλό και το μικρό διάσημα κατασκευή. Οι υπερασπιστές των Οχυρών (Νυμφαία, Εχίνος, Λίσε, Ιστίμπεη, Περιθώρι, Ρούπελ, Πυραμιδοειδές, Παλουριώνες κ. α.) αμύνθηκαν σθεναρά απέναντι στις μεγαλύτερες σε αριθμό γερμανικές δυνάμεις και κάμφθηκαν μόνο όταν οι τεθωρακισμένες γερμανικές μεραρχίες, μετά την αστραπιαία κατάρρευση του νότιου Γιουγκοσλαβικού μετώπου, μπήκαν στα Σκόπια και από την κοιλάδα του Αξιού πέρασαν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα στις 8 Απριλίου, παρακάμπτοντας τη Γραμμή Μεταξά. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και κατέλαβαν.

Οι υπερασπιστές της Γραμμής Μεταξά, πρικυκλωμένοι πλέον, έλαβαν εντολή από τον αρχιστράτηγο Παπάγο να συνθηκολογήσουν. Τον ηρωισμό τους αναγνώρισαν ακόμη και οι αντίπαλοί τους, με εκδηλώσεις θαυμασμού και τιμητικά αγήματα για τους αιχμάλωτους έλληνες μαχητές.













Στις 9 Απριλίου παραδόθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με τους Γερμανούς να εκφράζουν ανοιχτά τον θαυμασμό τους για την ανδρεία και μαχητικότητα των Ελλήνων. Την ίδια ημέρα ξεκίνησε η γερμανική προέλαση προς τα νότια της Ελλάδας, με ταυτόχρονη κίνηση δυνάμεων από την Έδεσσα και από την περιοχή της Φλώρινας. Στη γραμμή άμυνας στη Δυτική Μακεδονία, οι συνδυασμένες δυνάμεις των Ελλήνων και Βρεττανών δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις κατά πολύ καλύτερα εξοπλισμένες και αριθμητικά ανώτερες γερμανικές δυνάμεις. Το ρήγμα στην άμυνα που δημιουργήθηκε στην περιοχή της Κλεισούρας υποχρέωσε σε σύμπτυξη τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις, σε σύμπτυξη, αλλά στις 16 Απριλίου οι Γερμανοί κατάφεραν να παρεμβληθούν μεταξύ των Ελληνικών και Βρετανικών δυνάμεων.

Η γρήγορη κίνηση των γερμανικών δυνάμεων στην ελληνική ενδοχώρα έθεσε σε κίνδυνο και τους Έλληνες που μάχονταν κατά των Ιταλών στην Αλβανία. Έτσι ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος και μετέπειτα δωσίλογος (επειδή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς) Γεώργιος Τσολάκογλου, στις 20 Απριλίου, σε συνεννόηση με άλλους δύο διοικητές σωμάτων του στρατού, τον Δεμέστιχα και τον Μπάκο  καταργεί τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ι. Πιτσίκα, αναλαμβάνει ο ίδιος διοικητής της στρατιάς και υπογράφει το πρώτο πρωτόκολλο ανακωχής με τους Γερμανούς, παρά τις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου και του Αλέξανδρου Παπάγου, ο οποίος είχε δώσει εντολή για άμυνα μέχρι τελικής πτώσης. Είχε προηγηθεί η υποχώρηση του βρετανικού σώματος, με την εμπλοκή του με τα γερμανικά στρατεύματα στις διαβάσεις του Ολύμπου και των Θερμοπυλών να προκαλούν μόνο μία μικρή καθυστέρηση στην επέλασή τους. Τρεις μέρες αργότερα ο Τσολάκογλου θα υπογράψει στη Θεσσαλονίκη το οριστικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης όχι μόνο με τους Γερμανούς αλλά και με τους Ιταλούς, τους οποίους είχε νικήσει στο αλβανικό μέτωπο.

 












Τη μέρα που ο Τσολάκογλου υπέγραφε την οριστική συνθηκολόγηση του στρατού, ο Βασιλιάς Γεώργιος με τον πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουρδερό (ο Κορυζής είχε αυτοκτονήσει λίγες μέρες νωρίτερα), τον πρίγκηπα Πέτρο και τον Άγγλο πρεσβευτή σερ Μάικλ Πάλαιρετ εγκατέλειπαν την Ελλάδα μ’ ένα υδροπλάνο «Σάντερλαντ». Δύο μέρες πριν, στις 21 Απριλίου, έφυγε το ζεύγος των διαδόχων Παύλος και Φρειδερίκη, ενώ τη νύχτα 22 με 23 Απριλίου με τα αντιτορπιλικά «Β. Όλγα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» αναχώρησαν άπαντες οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι περισσότεροι με τις οικογένειές τους – γυναίκες, τέκνα, πεθερές, κουβερνάντες και τις αποσκευές τους – μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών τους και κάποιοι με τα χρυσαφικά τους.

Η γερμανική εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα τελείωσε με μία καθολική γερμανική νίκη με την κατάληψη της Καλαμάτας στην Πελοπόννησο, μέσα σε ακριβώς είκοσι τέσσερις μέρες. Τόσο Γερμανοί, όσο και Σύμμαχοι αξιωματούχοι εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την ισχυρή και ηρωική αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες στρατιώτες.

Στις 25 Απριλίου, ο Γεώργιος Τσολάκογλου αναχωρεί για την Αθήνα με εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, την οποία έλαβε από τη γερμανική διοίκηση, εκτελώντας την στις 29 Απριλίου. Στις 27 Απριλίου 1941, Κυριακή του Θωμά, οι πρώτες γερμανικές δυνάμεις εισέρχονται στην Αθήνα. Άρματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με προπορευόμενους μοτοσικλετιστές εισέρχονται στην πόλη από τα βόρεια προάστια. Οι μονάδες αυτές, εκτελώντας αναγνώριση κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό, αντικρίζουν έρημους δρόμους, κλειστά καταστήματα και ερμητικά κλειστά παράθυρα. Οι Αθηναίοι, γεμάτοι φόβο και σε ένδειξη περιφρόνησης, σφράγισαν τα σπίτια τους και παρακολουθούσαν μέσα από τις γρίλιες των παραθυρόφυλλων την είσοδο του κατακτητή στην πόλη. Στην Ακρόπολη, ο ίλαρχος Γιακόμπι ανέβηκε, προκειμένου να υποστείλει την ελληνική και να ανεβάσει τη γερμανική σημαία. Ο φρουρός Κώστας Κουκίδης, μετατρέποντας την ελληνική σημαία σε σάβανο, αυτοκτόνησε πηδώντας από τον Ιερό Βράχο. Την ίδια μέρα αυτοκτονεί και η Πηνελόπη Δέλτα, παίρνοντας δηλητήριο.












Στις 20 Μαΐου 1941 ξεκινά η Μάχη της Κρήτης μέσω της γερμανικής επιχείρησης «Ερμής». Επίλεκτα γερμανικά στρατεύματα επιτέθηκαν με αεραποβατική ενέργεια στο νησί, το οποίο υπερασπίζονταν δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Το σύνολο των βρετανικών στρατευμάτων περιλάμβαναν Βρετανούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς, Κύπριους και Παλαιστίνιους, συνολικά 58000). Οι σκληρές μάχες που έγιναν τις επόμενες δώδεκα μέρες ανέδειξαν νικητές τους Γερμανούς. Όμως το τίμημα της νίκης τους ήταν τόσο μεγάλο που μέχρι το τέλος του πολέμου δεν θα επαναλάβουν παρόμοια επιχείρηση σε τέτοια κλίμακα.

Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν την Γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα αποφασιστική για την έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρώντας ότι αποτέλεσε σοβαρή καθυστέρηση της εισβολής του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση. Άλλοι θεωρούν ότι η εκστρατεία δεν είχε καμία επιρροή στην επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» και χαρακτηρίζουν την Βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα ως μάταιο εγχείρημα, μία πολιτική και συναισθηματική απόφαση ή ακόμη και ένα σαφές στρατηγικό σφάλμα.

Για το πώς έλαβε ο κόσμος την είδηση για την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Θεοτοκά «Ασθενείς και οδοιπόροι»:

Το Σάββατο βράδυ, 5 του Απρίλη 1941, ο στρατιώτης Κυριάκος Κωστακαρέας πήγε να κοιμηθεί σπίτι του, στην Αθήνα, πίσω απ’ το Αρχαιολογικό Μουσείο, με άδεια ως τη Δευτέρα το πρωί.

Ήταν υπάλληλος στο Υπουργείο της Παιδείας, αγύμναστος. Τον είχανε στείλει να διδαχτεί τις τέχνες του πολέμου στο πολυθόρυβο Σύνταγμα Εκγυμνάσεως, που είχε την έδρα του σε κάτι νεόχτιστους, ευρύχωρους στρατώνες, κοντά στην Ιερά Οδό της Ελευσίνας, στο μέρος που λέγεται Χαϊδάρι. Ήτανε μία διαλεχτή τοποθεσία, με φόντο τα ήμερα βουνά του Δαφνιού, με τη λευκότητα της Αθήνας στα πόδια της και, αντίκρυ, όλη την άπλα του Υμηττού και της Πεντέλης που αχνότρεμαν στον ήλιο. Και το κλίμα ήταν εξαίρετο κι οι φαντάροι καλοθρεμμένοι, ερεθισμένοι από τον καθαρό αέρα κι από το πρώτο μπουμπούκιασμα της άνοιξης, γεμάτοι υγεία και πιεσμένη ζωτικότητα, αδημονούσαν προσμένοντας μάχες και δόξες. «Αχ! Βαριαναστέναζαν, καθώς μερακλωνότανε άνεργοι το βραδάκι κάτω από τα πεύκα, τι ήταν αυτό που πάθαμε; Να μας έχουν εδώ να γυμναζόμαστε σαν τα σκολιαροπαίδια, ενώ οι δικοί μας, σε λίγο, θα κάμουν παρέλαση στο Δυρράχι και θα ρίξουν στη θάλασσα τα στρατεύματα του Μουσολίνι!» - Μεγάλος λόγος γινότανε και για την προσάρτηση της Σικελίας που ήτανε δικό μας νησί, στ’ αρχαία χρόνια, και τώρα σίγουρα έπρεπε να το ξαναπάρουμε. Είχε και κάτι γυναίκες ασύγκριτες το νησί εκείνο, όλο φωτιά κι αλαλιασμένο πάθος. Και πολύς κόσμος θα ‘βρισκε δουλειά εκεί, καθώς και στη Λιβύη, που θα την παίρναμε, το δίχως άλλο κι αυτήν.

Τώρα πια, ωστόσο, η στρατιωτική εκπαίδευση του Κυριάκου Κωστακαρέα κόντευε, κατά τα φαινόμενα, να τελειώσει, κι ο διμοιρίτης του, ο φημισμένος Φρίξος Αυγουστής, ο ωραιοφάνταχτος έφεδρος ανθυπολοχαγός με το στριμμένο μουστάκι, είχε δηλώσει επισημότατα, πριν από λίγες μέρες, ότι: «Έτσι που πάμε, το Πάσχα θα το ψήσουμε τ’ αρνί μπροστά στο χαράκωμα των Ιταλών». Το Πάσχα ήτανε σε δύο εβδομάδες. Η διμοιρία, μ’ ένα στόμα, είχε φωνάξει: «Αέρα!» Ο Κυριάκος ποθούσε ολόκαρδα να φωνάζει κι αυτός μαζί με τ’ άλλα παιδιά, μα ήταν ντροπαλός και του κοβότανε, σε τέτοιες περιστάσεις, η λαλιά.

- Κυριάκο! Κυριάκο! - Αντηχούσε επίμονα και λυπητερά, μέσα από τον πρωινό του ύπνο,η φωνή της μητέρας του – Οι Γερμανοί! Οι Γερμανοί! – Τα βήματά της ανέβαιναν βαριά την ξύλινη σκάλα της παλαιικής μονοκατοικίας. – Αχ! Παναγιά μου! Κορίτσια! Κυριάκο! Ξυπνήστε!

Ο Κυριάκος στράφηκε από την άλλη μεριά και κοιμήθηκε βαθύτερα. Αρχικά, ο Αυγουστής είχε παρουσιαστεί στο λόχο με γένια ξανθά, σγουρά, ψαλιδισμένα μ’ επιμέλεια φανερή. Τον ονόμασαν αμέσως: «ο Πρωτοσύγκελλος». Προτού όμως περάσει πολύς καιρός, τον είδαν ένα πρωί, στο προσκλητήριο, μονάχα με το μουστάκι. Όχι κοινό μουστάκι, βέβαια, μα αδρό, καλοδέματο, γαρμπερό και κάπως αρειμάνιο, που θύμιζε παλιές στρατιωτικές χρωμολιθογραφίες από τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Έγινε, καθώς ήταν επόμενο, κάποιο σούσουρο στη γραμμή, ακούστηκαν γέλια κλεφτά και τιμωρήθηκε ο Κυριάκος με πέντε μέρες κράτηση, άδικα των αδίκων. Θέλησε ύστερα να πάει να εξηγηθεί, μα είχε κόμπο στο λαρύγγι, μπέρδευε τα λόγια του και δυσκόλευε τη θέση του. – Σιωπή, στρατιώτη! – τον έκοψε αυστηρά ο Αυγουστής, χτυπώντας το μαστίγιο στην άστραφτερή του μπότα. – Έχεις την ιταμότητα του κακομοίρη! – Το παρατσούκλι «ο Πρωτοσύγκελλος» έμεινε αδικαίωτο, δίχως τα γένια, κι άρχισε γρήγορα να ξεχνιέται στο Χαϊδάρι.

- Κυριάκο!, ξεφώνιζε μακριά η μητέρα του. Αγόρι μου! Αγόρι μου! Καινούργιος πόλεμος αρχίζει! ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ!

Την άκουγε, ωστόσο, καθαρά. Τον κυνηγούσαν και τον αντάραζαν οι πανικόβλητες κραυγές της, ενώ, αγύριστος, κατέβαινε, με μονότονο βήμα, μια σκάλα στριφτή κι απύθμενη και βουλούσε ολοένα στο χάος. Τον κυνηγούσαν ανακατωμένες με την αλαζονική φωνή του Αυγουστή: «Η ιταμότητα του κακομοίρη!». Άδικο! Άδικο! Κακομοίρης ναι, δεν μπορούσε πια να τ’ αρνηθεί, μα ιταμός όχι, για όνομα του Θεού! Πού τέτοια τύχη; Ο πιο άτολμος υπάλληλος στο Υπουργείο των Θρησκευμάτων και της Εθνικής Παιδείας, ο πιο σβησμένος, ο πιο παραπεταμένος, αυτός ήταν. Αφού κι όταν έγινε υπουργός του ο πρώτος εξάδελφος του μακαρίτη του πατέρα του, ο Παπαλεορναδόπουλος, με το βαρυσήμαντο ύφος του και τα μεγάλα μουστάκια του που θύμιζαν το Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄, δεν τόλμησε να παρουσιαστεί, να του ευχηθεί το «καλώς ορίσατε». Ντρεπότανε. Έτρεμε μην παρεξηγηθεί, μη νομίσει ο άλλος πως πάει και τον ενοχλεί από υστεροβουλία, και ζημιωθεί έτσι κι η αξιοπρέπειά του. Αποτέλεσμα: οικογενειακή δυσαρέσκεια. Ο πολιτευόμενος το πήρε για ακαταδεξία. «Να μου το κάμει εμένα, το παλιόπαιδο!», έλεγε και ξανάλεγε στο συγγενικό τους κύκλο. Η οικογένεια Κωστακαρέα λογιζότανε, στη Μεσσηνία, ανώτερη κοινωνικά από τη δική του, κι είχε, ως φαίνεται, απέναντί της κάποιο πλέγμα μειονεξίας. Έτσι ο Κυριάκος έχασε την εύνοια του μοναδικού ανθρώπου που θα μπορούσε κάπως να τον υποστηρίξει στη ζωή. Κι από μόνος του, βέβαια, τίποτα δεν είχε κατορθώσει ποτέ του, τριάντα τριών χρονών άντρας, ούτε στη φιλολογική επιστήμη, που με τόση αγάπη την είχε σπουδάσει, ούτε στη διοικητική υπηρεσία, που τόση επιμέλεια της είχε χαρίσει, ούτε στον έρωτα, αλίμονο! Ούτε και στον πόλεμο, κατά τα φαινόμενα, είχε πολλές πιθανότητες να δοξαστεί.

Στην αρχή του βίου του, κάτι είχε αρχίσει κι αυτός να επιχειρεί, από δω κι από κει, και στα κορίτσια είχε κάμει αρκετά καλή εντύπωση – τουλάχιστον έτσι νόμιζε – είχε μάλιστα και κάτι νεανικές επιτυχίες, όλως διόλου επιπόλαιες, και χωρίς βαρύτητα στη ζωή του – προμηνύματα τις έκρινε ο ίδιος μιας μεγάλης αγάπης που έμελλε αργότερα να του συμβεί – μα ΄συτερα τον είχε πιάσει από το λαιμό, κι ολοένα τον έσφιγγε περισσότερο, αυτή η φοβερή ανημποριά, η αγιάτρευτη ηττοπάθειά του εμπρός στους ανθρώπους. Τελικά, ήταν ένας αποτυχημένος. Το έβλεπε τώρα ολοκάθαρα. Κι έβλεπε ακόμα, με το ωρίμασμα του μυαλού που του ‘δινε η ηλικία, και τη βαθύτερη αιτία της γενικής του χρεωκοπίας. Έφταιγαν φυσικά «αυτές οι γυναίκες», καθώς μονολογούσε συχνά, εννοώντας τη μητέρα του και τις δύο μεγαλύτερές του αδερφές. Είχαν κουκουλώσει, μια χαρά, τη ζωή του, απ’ όλες τις μεριές. Και πώς να γίνει αλλιώς, αφού η δική του ζωή ήταν γι’ αυτές η πάσα ζωή, όλος τους το κόσμος κι ο προορισμός τους; Τα είχαν καταφέρει θαυμάσια ώστε να μην μπορέσει ποτέ ν’ ανοίξει ολότελα τις μικρές του φτερούγες, να πάρει ένα πέταμα σαν ελεύτερο πουλί, να χαρεί, αδέσμευτος, ανεμπόδιστος, τη λιακάδα, τα λουλούδια και τα δροσάτα, γελαστά πρόσωπα των παιδιών που έτρεχαν στον Κήπο του Μουσείου, να κάμει μια αταξία, να σπάσει τέλος πάντων κι αυτός κάτι! Σιγά – σιγά, ως φαίνεται, τον είχαν αποπνίξει, με την αστείρευτη λατρεία τους, με την παρακολούθησή τους βήμα προς βήμα και την αναπόδραστη προστασία τους, με τα συγκινημένα τους λόγια της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας και με τα έξαλλα, δακρυσμένα τους μάτια. Όμως κι αυτός τις αγαπούσε. Δεν μπορούσε πια να ζήσει δίχως το πνίξιμο που του έκαναν, το είχε παραδεχτεί.

- Κυριάκο! Κυριάκο! Παιδιά μου!

Σαν σίφουνας, η κ. Δωροθέα Κωστακαρέα χύθηκε στην κάμαρά του, ανεμίζοντας ολόγυρά της μια φαρδιά ρόμπα λιλά αστραφτερή. Αγκομαχούσε, πονούσε, το μεγαλοκαμωμένο, παχύ σώμα της έγερνε να πέσει. Η Ξανθίππη κι η Φανή έτρεχαν από πίσω της, όμοια ντυμένες με νυχντικιές κλειστές στο λαιμό και στολισμένες με λίγη δαντέλα, τα τσουλούφια τους τυλιγμένα σε χαρτάκια και κορδέλες. Ανοίγοντας τα μάτια, ο Κυριάκος άκουσε τις σειρήνες και τις καμπάνες. Αισθάνθηκε μες στον αέρα ένα γενικό ξεσήκωμα, μια ορμή πανηγυριώτικη. Από το μισάνοιχτο παράθυρο, η καταγάλανη πλάση του γελούσε, τον καλούσε. Θαρρείς κι ήταν το πιο χαρούμενο κυριακάτικο πρωινό που έκαμε ποτέ ο Θεός.

Η κ. Κωστακαρέα είχε κιόλας τη νευρική της κρίση. Οι κόρες της την εγκατέστησαν σε μία πολυθρόνα κι έτρεξαν και της έφεραν αιθέρα, πάντα οι δυο μαζί, κρατώντας την περισσότερη ώρα η μία την άλλη από το μπράτσο ή τον ώμο. Από τότε που είχανε νιώσει πως δεν ήτανε της τύχης να παντρευτούν, είχανε γίνει αχώριστες, μα σαν πέρασαν τα σαράντα, ο αδελφικός τους δεσμός έγινε ένα είδος πάθους.

- Μαμάκα! Μαμάκα! Έλεγαν. Μην κάνεις έτσι Να δεις, όλα θα διορθωθούν.

- Αχ! Τι να διορθωθεί και τι να μη διορθωθεί! – Αναστέναζε η μητέρα. – Μας φαρμάκωσαν τη ζωή μας. Κουρέλια καταντήσαμε. Αχ! Δεν θα τελειώσουν τα βάσανά μας.

- Η Αγγλία θα μας βοηθήσει, είπε η Ξανθίππη. Το δήλωσε ο Τσώρτσιλ τόσες φορές.

- Αχ! Κανένα πια δεν πιστεύω.

- Καθόλου λογική δεν είσαι μανούλα. Δεν είναι σωστό να μιλάς έτσι. Όταν οι Άγγλοι πούνε κάτι, κρατούνε το λόγο τους. Και το διάβασες τόσες φορές στις εφημερίδες πως η Αγγλία κερδίζει πάντα την τελευταία μάχη.

- Γιατί, Παναγιά μου, μου τα κάνεις αυτά; – έκραξε η κ. Κωστακαρέα με συγκινημένη φωνή. – Σε πρόσβαλα καμιά φορά; Αδίκησα κανένα; Αυτή είναι η δικαιοσύνη σου; Αχ! Ούτε τη θρησκεία μας πια δεν πιστεύω.

- Αμαρτία, μαμά! – φωνάξανε μ’ ένα στόμα οι κοπέλες. – Μη μιλάς έτσι! Μην το ξαναπείς αυτό!

Πασχίζανε να τη συνεφέρουν, με τον αιθέρα, ενώ σήμαιναν ολοένα οι καμπάνες της Αθήνας και μακριά, προς την οδό Πατησίων, βοούσε το πλήθος σαν να ετοιμαζότανε κάποια λαϊκή εορτή. Καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού του, ο Κυριάκος αισθανότανε άχρηστος και κουτός.

- Θα τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος – βεβαίωσε η Φανή με το πιο πειστικό της ύφος – Θα ηρεμήσει ο κόσμος. Να δεις. Θα ξαναζήσουμε τα παλιά, τα ωραία χρόνια.

Μα τα λόγια αυτά, αντί να γαληνέψουν τη μητέρα, την αναστάτωσαν πιο πολύ. Βάλθηκε να κλαίει.

-  Πάνε τα παλιά τα χρόνια! – έλεγε – Τα χρυσά μου τα χρόνια! Πάνε και δεν γυρνούνε πια! Αχ! Απόστολε! Απόστολε! (Ο Απόστολος Κωστακαρέας είχε πεθάνει στοα 1921, μες σε σχετική ευημερία). Τυχερός που ήσουν, Απόστολε! Έφυγες ευτυχισμένος και μ’ άφησες εμένα να παιδεύομαι, μόνη με τα παιδιά μας, μες σ’ αυτόν τον κακό τον κόσμο, μες στους πολέμους και τις καταστροφές. – Κι έξαφνα θυμήθηκε το γιο της ντυμένο στο χακί – Κυριάκο! – φώναξε με κλειστά μάτια – Παιδί μου! Έλα κοντά μου!

- Κυριάκο, σήκω! – πρόσταξε επιτακτικά η Ξανθίππη – Εσένα ζητά.

Αυτός πλησίασε τη μητέρα του, που τον άρπαξε μ’ όση δύναμη είχε.

- Αγόρι μου, αγόρι μου, μη μου φύγεις! Μη μου το κάμεις εσύ αυτό!

Ο Κυριάκος ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν, μα μέσα του ανέβαινε μια έξαψη, μια αντίδραση του οργανισμού του. Τεντώθηκε και είπε:

- Μην κάνετε έτσι! Ησυχάστε! Πόλεμος είναι. Θ’ αγωνιστούμε. Θα νικήσουμε. Δεν θα περάσουν!

Αυτό ήταν το κορύφωμα της κρίσης. Η κ. Κωστακαρέα τραντάχτηκε ολόκορμη και ξέσπασε σε λυγμούς. Τα κορίτσια τον αποπήραν:

- Δεν είσαι στα καλά σου, σ’ αυτή την κατάσταση να της μιλάς έτσι! Δεν καταλαβαίνουν οι άντρες. Δεν καταλαβαίνουν!

Την ξάπλωσαν, ωστόσο, στο κρεβάτι και σε λίγο αποκοιμήθηκε. Ο Κυριάκος άκουσε τα νέα από το μικρό του ραδιόφωνο. Με ποιο τρόπο, στις πεντέμισυ το πρωί, ο πρίγκηπας Έρμπαχ, Γερμανός πρέσβης, πήγε και ξύπνησε τον πρωθυπουργό της Ελλάδας και του παρουσίασε τη διακοίνωση της Κυβέρνησής του. Πως η Γερμανική πολεμική δύναμη χτυπούσε από την ώρα εκείνη την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Πως ο τόπος προσπαθούσε ν’ αντισταθεί. Και το διάγγελμα του Γεωργίου Β΄ «Η ιστορία των εθνών θα γράψει ακόμη μια φορά ότι η χώρα την οποία λαμπρύνουν ο Μαραθώνας και η Σαλαμίνα, δεν υποκύπτει, δεν κάμπτεται, δεν παραδίδεται…».

 

Πηγές:

el.wikipedia.org/wiki/Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα

https://www.sansimera.gr/articles/432

https://www.mixanitouxronou.gr/i-germaniki-isvoli-stin-ellada-stis-6-apriliou-1941-ntokoumenta-apo-to-metopo/

https://www.offlinepost.gr/2021/04/27/h-germanikh-eisbolh-sthn-ellada/

"Ασθενείς και οδοιπόροι", Γιώργος Θεοτοκάς (1964) Εκδόσεις Εστία (2003) (9η έκδοση)

 


                                                                                                                               Σπύρος Καραβίας

27-10-2021



ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:


by click4money

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου